- φανερωτικός
- η , ό[ν] показывающий; раскрывающий; обнаруживающий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φανερωτικός — ή, ό, Ν [φανερῶ / ώνω] αυτός που οδηγεί στην φανέρωση, αποκαλυπτικός … Dictionary of Greek
φανερωτικός, -ή — ό ο ικανός στο να φανερώνει, ο αποκαλυπτικός, ο αποκαλυπτήριος: Οι έρευνες των δημοσιογράφων ήταν φανερωτικές για τις δημόσιες καταχρήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)